- υποφλεγω
- ὑποφλέγωὑπο-φλέγωподогревать
(λαμπάδι ὕδωρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λαμπάδι ὕδωρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποφλέγω — Α [φλέγω] 1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω 2. μέσ. ὑποφλέγομαι μτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.) … Dictionary of Greek
ὑποφλεγομένη — ὑποφλέγω heat from below pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφλεγούσης — ὑποφλέγω heat from below pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφλέγοντας — ὑποφλέγω heat from below pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφλέγοντες — ὑποφλέγω heat from below pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
ὑποφλέξας — ὑποφλέξᾱς , ὑποφλέγω heat from below aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)